συγκατηγορούμενος

συγκατηγορούμενος
η , ο[ν] 1. юр. сообвиняемый;
2. (ο ) соответчик

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "συγκατηγορούμενος" в других словарях:

  • συγκαταιτιώμαι — άομαι, Α κατηγορούμαι μαζί με κάποιον, είμαι συγκατηγορούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταιτιῶμαι «κατηγορώ»] …   Dictionary of Greek

  • συγκατηγορώ — συγκατηγορῶ, έω, ΝΑ [συγκατήγορος] 1. είμαι κατήγορος κάποιου μαζί με άλλον ή κατηγορώ μαζί περισσότερους από έναν («συγκατηγόρει μετ ἐκείνου σου καὶ τῶν ἐχθρῶν τῶν σῶν», Δημοσθ.) 2. (λογ.) αποδίδω μια ιδιότητα από κοινού με άλλους σε έναν ή σε… …   Dictionary of Greek

  • Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»